διαβόητος: Difference between revisions
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(1b) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαβόητος:''' общеизвестный, знаменитый ([[χρησμός]] Plut.; ἐπί τινι Plut., Luc.). | |elrutext='''διαβόητος:''' общеизвестный, знаменитый ([[χρησμός]] Plut.; ἐπί τινι Plut., Luc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[διαβόητος]], ον [from [[διαβοάω]]<br />noised [[abroad]], [[famous]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A noised abroad, famous, Plu.Lyc.5, Hdn. 4.4.8; ἐφ' ὥρᾳ καὶ λαμυρίᾳ Plu.Luc.6, cf. X.Eph.1.2, D.Chr.3.72, Luc. Alex.4.
Greek (Liddell-Scott)
διαβόητος: -ον, περὶ οὗ μέγας θόρυβος γίνεται, ἐξάκουστος (ἐπ' ἀρετῇ), ἐπί τινι Πλούτ. Λουκ. 6, Ξεν. Ἐφ. 1. 2 (ἐπὶ κακίᾳ), Λουκ. Ψευδ. 4, Δί. Χρυσόστ. 1, 125, Πλούτ. Λυκούργ. 5. Πρβλ. περιβόητος καὶ ἐπιβόητος. - Ἐπίρρ. διαβοήτως Θ. Στουδ. σ. 1073 (Migne).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 crié de tous côtés, publié, proclamé;
2 vanté, célèbre.
Étymologie: διαβοάω.
Spanish (DGE)
-ον
1 conocido, célebre, famoso ref. a cosas y abstr. χρησμός Plu.Lyc.5, ὁ μέλλων γάμος X.Eph.1.7.3, cf. 5.9.8, διαβόητα δ' ἐστὶν καὶ τὰ ἐπὶ Κρατίνῳ τῷ Ἀθηναίῳ γενόμενα Ath.602c, τὰ διαβόητα τρία βιβλία D.L.8.15, τοῦ φόνου διαβοήτου γενομένου Hdn.4.4.8, ἡ φήμη Hdn.5.3.10, cf. Didym.Gen.211.1, Sch.A.R.1.1068-9
•ref. pers. ἐπὶ δικαιοσύνῃ I.AI 9.182, ἐφ' ὥρᾳ καὶ λαμυρίᾳ Plu.Luc.6, cf. Luc.Alex.4, D.Chr.3.72, A.Io.20.3, ἐπ' εὐταξίᾳ καὶ σωφροσύνῃ δ. ἦν ὑμῶν ἡ πόλις D.Chr.33.48, cf. 31.39, ἐπὶ κακίαις CPR 5.4ue.1 (III d.C.), ἐπὶ καλοῦ καὶ ἐπὶ κακοῦ Lex.Vind.s.u. ἐπιβόητος.
2 celebrado ἦν δὲ δ. τοῖς θεωμένοις ἅπασιν Ἀνθία ἡ καλή X.Eph.1.2.7, νίκη I.AI 7.309, 8.284.
Greek Monolingual
-η, -ο διαβοώ (AM διαβόητος, -η, -ο)
νεοελλ.
(με μειωτική σημασία) αυτός που καταγγέλλεται και περιφρονείται από την κοινωνία στην οποία ζει για πράξεις που αποκλίνουν από τον κώδικα του ηθικού ή κοινωνικού βίου
αρχ.-μσν.
περιβόητος, ξακουστός.
Greek Monotonic
διαβόητος: -ον, ξακουστός, περιλάλητος, διάσημος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διαβόητος: общеизвестный, знаменитый (χρησμός Plut.; ἐπί τινι Plut., Luc.).