δικόρυφος: Difference between revisions
τράγος γένειον ἆρα πενθήσεις σύ γε → you, goat, will mourn your vanished beard | you will mourn your beard like the goat in the proverb
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δικόρυφος:'''<br /><b class="num">1)</b> двуглавый ([[πλάξ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> разделенный пробором ([[τρίχες]] Arst.). | |elrutext='''δικόρυφος:'''<br /><b class="num">1)</b> двуглавый ([[πλάξ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> разделенный пробором ([[τρίχες]] Arst.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δῐ-κόρῠφος, ον <i>adj</i> [[κορυφή]]<br />two-peaked, of [[Parnassus]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A two-peaked, δ. πλάξ, of Parnassus, E.Ba.307; λάμπουσα πέτρα . . δ. σέλας Id.Ph.227 (lyr.); κλειτύς Limen.2. 2 with two crowns, of the hair on the head, Arist.HA491b7, Poll.2.43. 3 with two tops, ἐνθέματα Gp.10.75.7.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκόρῠφος: -ον, ὁ δύο ἔχων κορυφάς, δ. πλάξ, ἐπὶ τοῦ Παρνασσοῦ, Εὐρ. Βάκχ. 307· οὕτω, λάμπουσα πέτρα… δ. σέλας ὁ αὐτ. Φοιν. 227· πρβλ. δίλοφος. 2) ἔχων δύο κορυφὰς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, τοῦ δὲ κρανίου κορυφὴ καλεῖται τὸ μέσον καὶ λίσσωμα τῶν τριχῶν· τοῦτο δ’ ἐνίοις διπλοῦν ἐστι· γίνονται γάρ τινες δικόρυφοι οὐ τῷ ὀστῷ, ἀλλὰ τῇ τριχῶν λισσώσει Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 7, 4, Πολυδ. Β’, 43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux sommets.
Étymologie: δίς, κορυφή.
Spanish (DGE)
(δῐκόρῠφος) -ον
1 de dos picos, de doble cima dicho del Parnaso, E.Ba.307, Ph.227, Limen.2, δικόρυφον σῶμα del macizo del Yeni Kale en Arsameia del Ninfeo Arsameia 20 (I a.C.)
•de dos puntas o salientes de la forma del sur de Italia c. las penínsulas de Apulia y de Calabria, Str.2.4.8.
2 anat. de cabeza de dos cúspides o vértices, con dos coronillas Arist.HA 491b7, Poll.2.43
•de ciertas barbillas bipartitas, divididas en dos por un hoyuelo, Adam.2.23, Polem.Phgn.35 (p.372).
3 de dos puntas o retoños de esquejes Gp.10.75.7.
Greek Monolingual
-η, -ο και δίκορφος, -η, -ο (AM δικόρυφος, -ον)
1. (για βουνά και λόφους) αυτός που έχει δύο κορυφές
2. όποιος έχει δύο κορυφές, χαρακτηριστικό σχήμα από τη διεύθυνση τών τριχών στο κεφάλι.
Greek Monotonic
δῐκόρῠφος: -ον (κορυφή), αυτός που έχει δύο κορυφές, δίκορφος, λέγεται για τον Παρνασσό, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δικόρυφος:
1) двуглавый (πλάξ Eur.);
2) разделенный пробором (τρίχες Arst.).