διερείδομαι: Difference between revisions
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(4) |
(1a) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διερείδομαι:''' μέλ. <i>-είσομαι</i>, Μέσ., γέρνω, [[κλίνω]] πάνω σε, στηρίζομαι, [[ακουμπώ]], <i>τινι</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''διερείδομαι:''' μέλ. <i>-είσομαι</i>, Μέσ., γέρνω, [[κλίνω]] πάνω σε, στηρίζομαι, [[ακουμπώ]], <i>τινι</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -είσομαι<br />Mid. to [[lean]] [[upon]], τινι Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 9 January 2019
Greek Monolingual
(AM διερείδομαι) ερείδω
μέσ. στηρίζομαι, ακουμπώ
αρχ.
1. υποστηρίζω, υποστυλώνω
2. μέσ. αντιστέκομαι
3. κρατώ σε απόσταση, χωριστά.
Greek Monotonic
διερείδομαι: μέλ. -είσομαι, Μέσ., γέρνω, κλίνω πάνω σε, στηρίζομαι, ακουμπώ, τινι, σε Ευρ.