δολῶπις: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(1b) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δολῶπις:''' ιδος adj. f с коварством во взгляде, коварная (Οἰνέως [[κόρη]] Soph.). | |elrutext='''δολῶπις:''' ιδος adj. f с коварством во взгляде, коварная (Οἰνέως [[κόρη]] Soph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δολ-ῶπις, ιδος <i>n</i> [ὤψ]<br />[[artful]]-looking, [[treacherous]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A artful-looking, treacherous, S.Tr.1050.
German (Pape)
[Seite 655] ιδος, ἡ, mit listigem, betrüglichem Antlitz, Soph. Tr. 1039.
Greek (Liddell-Scott)
δολῶπις: -ιδος, ἡ, ἡ δολεροὺς ὀφθαλμοὺς ἔχουσα, Σοφ. Τρ. 1050.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
à l’œil rusé ou perfide.
Étymologie: δόλος, ὤψ.
Spanish (DGE)
-ιδος de mirada traidora ἡ δ. Οἰνέως κόρη S.Tr.1050.
Greek Monolingual
δολῶπις, η (Α)
αυτή που έχει δολερά μάτια.
Greek Monotonic
δολῶπις: -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτή που έχει πονηρό βλέμμα, ύπουλη, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δολῶπις: ιδος adj. f с коварством во взгляде, коварная (Οἰνέως κόρη Soph.).
Middle Liddell
δολ-ῶπις, ιδος n [ὤψ]
artful-looking, treacherous, Soph.