δυσφόρμιγξ: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δυσφόρμιγξ:''' ιγγος adj. сопровождаемый не звуками форминги (а душераздирающими воплями) ([[ἄτη]] Eur.).
|elrutext='''δυσφόρμιγξ:''' ιγγος adj. сопровождаемый не звуками форминги (а душераздирающими воплями) ([[ἄτη]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=unsuited to the [[lyre]], Eur.
}}
}}

Revision as of 21:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσφόρμιγξ Medium diacritics: δυσφόρμιγξ Low diacritics: δυσφόρμιγξ Capitals: ΔΥΣΦΟΡΜΙΓΞ
Transliteration A: dysphórminx Transliteration B: dysphorminx Transliteration C: dysformigks Beta Code: dusfo/rmigc

English (LSJ)

ιγγος, ὁ, ἡ,

   A unlike the lyre, mournful, E.IT225 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 690] ιγγος, traurig (tönend); ἄτη Eur. I. T. 224.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ὁ, ἡ)
non accompagné des accents de la lyre ; triste, lamentable.
Étymologie: δυσ-, φόρμιγξ.

Spanish (DGE)

-ιγγος
difícil de acompañar con la lira, e.e. triste, lúgubre ἄτα E.IT 225.

Greek Monolingual

δυσφόρμιγξ (-ιγγος), ο, η (Α)
φρ. «δυσφόρμιγξ ἄτη» — συμφορά που δεν ταιριάζει με τη χαρούμενη μουσική της φόρμιγγος, άξια για θρήνους, Ευρ.).

Greek Monotonic

δυσφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που δεν συμφωνεί με τη λύρα, δηλ. λυπητερός, θρηνητικός, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσφόρμιγξ -ιγγος [δυσ-, φόρμιγξ] als adj. met slechte klanken van de lier (d.w.z. triest, ellendig).

Russian (Dvoretsky)

δυσφόρμιγξ: ιγγος adj. сопровождаемый не звуками форминги (а душераздирающими воплями) (ἄτη Eur.).

Middle Liddell

unsuited to the lyre, Eur.