ἐγκέλευμα: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγκέλευμα:''' ή -ευσμα, τό, [[προτροπή]], [[παρακίνηση]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐγκέλευμα:''' ή -ευσμα, τό, [[προτροπή]], [[παρακίνηση]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[ἐγκελεύω]]<br />an [[encouragement]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 9 January 2019
English (LSJ)
or ἐγκέλ-ευσμα, ατος, τό,
A encouragement, X.Cyn.6.24, Cic. Att.6.1.8.
German (Pape)
[Seite 707] τό, v. l. für das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκέλευμα: ἢ -ευσμα, τό, παραθάρρυνσις, παρακέλευσις, προτροπή, παρακίνησις, Ξεν. Κυν. 6, 24, Κικ. π. Ἀττ. 6. 1, 8.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
encouragement.
Étymologie: ἐγκελεύω.
Greek Monolingual
ἐγκέλευμα και ἐγκέλευσμα, το (Α)
προτροπή, ενθάρρυνση, παρακίνηση.
Greek Monotonic
ἐγκέλευμα: ή -ευσμα, τό, προτροπή, παρακίνηση, σε Ξεν.
Middle Liddell
[from ἐγκελεύω
an encouragement, Xen.