δωδεκάσκυτος: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(nl) |
(1ab) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δωδεκάσκυτος -ον [δώδεκα, σκῦτος] van twaalf stukken leer. | |elnltext=δωδεκάσκυτος -ον [δώδεκα, σκῦτος] van twaalf stukken leer. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δωδεκά-σκῡτος, ον<br />of [[twelve]] pieces of [[leather]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A of twelve strips of leather, σφαῖρα Pl.Phd.110b, Plu.2.1003d.
German (Pape)
[Seite 694] σφαῖρα, aus zwölf Lederstücken zusammengesetzter Ball, Plat. Phaed. 110 b.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάσκῡτος: -ον, ἐκ δώδεκα τεμαχίων διαφόρως κεχρωματισμένου δέρματος, σφαῖρα Πλάτ. Φαίδωνι 110Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 1003D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
formé de douze peaux.
Étymologie: δώδεκα, σκῦτος.
Spanish (DGE)
-ον
de doce piezas de cuero σφαῖρα Pl.Phd.110b, Plu.2.1003d.
Greek Monolingual
δωδεκάσκυτος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από δώδεκα κομμάτια δέρματος.
Greek Monotonic
δωδεκάσκῡτος: -ον, αυτός που αποτελείται από δώδεκα κομμάτια δέρματος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δωδεκάσκῡτος: сделанный из двенадцати кусков кожи (σφαῖρα Plat., Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δωδεκάσκυτος -ον [δώδεκα, σκῦτος] van twaalf stukken leer.