εἵλησις: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(1ab) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἵλησις:''' -εως, ἡ ([[εἵλη]]), [[θερμότητα]] του ήλιου, [[ζέστη]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''εἵλησις:''' -εως, ἡ ([[εἵλη]]), [[θερμότητα]] του ήλιου, [[ζέστη]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[εἵλησις]], εως [[εἵλη]]<br />sun-[[heat]], [[heat]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 9 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ, (εἱλέω)
A sun-heat, Pl.R.380e (pl.), 404b (pl.), Arist. Ph.197a23, Plu.2.688a (pl.).
German (Pape)
[Seite 728] ἡ, das Sonnen, die Sonnenhitze; neben χειμών Plat. Rep. III, 404 b; neben ἄνεμοι II, 380 e; Arist. phys. audit. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de la chaleur du soleil.
Étymologie: εἱλέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): εἴλ- Plu.2.688a
calor del sol καὶ πᾶν φυτὸν ὑπὸ εἰλήσεών τε καὶ ἀνέμων ... ἀλλοιοῦται Pl.R.380e, cf. 404b, Lg.747d, οἷον ὑγιείας ἢ πνεῦμα ἢ εἵ. Arist.Ph.197a23, ἃ ῥᾳδίαν ἔχει ὑπό τε πνευμάτων ὑπό τε εἱλήσεων τὴν φθοράν que son fácilmente destructibles por los vientos y por la acción del sol Plot.1.8.14, cf. Plu.l.c.
• Etimología: Cf. εἵλη.
Greek Monotonic
εἵλησις: -εως, ἡ (εἵλη), θερμότητα του ήλιου, ζέστη, σε Πλάτ.