ἐξύφασμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐξύφασμα:''' ατος (ῠ) τό ткань Eur.
|elrutext='''ἐξύφασμα:''' ατος (ῠ) τό ткань Eur.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐξύ˘φασμα, ατος, τό, [from ἐξῠφαίνω]<br />a [[finished]] web, Eur.
}}
}}

Revision as of 22:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῠφασμα Medium diacritics: ἐξύφασμα Low diacritics: εξύφασμα Capitals: ΕΞΥΦΑΣΜΑ
Transliteration A: exýphasma Transliteration B: exyphasma Transliteration C: eksyfasma Beta Code: e)cu/fasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A finished web, κερκίδος ἐ. σῆς E.El.539.

German (Pape)

[Seite 890] τό, das (vollendete) Gewebe, κερκίδος Eur. El. 539; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξύφασμα: ῠ, τό, ὕφασμα, κερκίδος σῆς ἐξ. Εὐρ. Ἠλ. 539.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
tissu.
Étymologie: ἐξυφαίνω.

Greek Monolingual

ἐξύφασμα, το (Α)
φρ. «κερκίδος σῆς ἐξύφασμα» — αυτό που ύφανε ο αργαλιός σου (Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξύφασμα: [ῠ], -ατος, τό, αποτελειωμένο ύφασμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξύφασμα: ατος (ῠ) τό ткань Eur.

Middle Liddell

ἐξύ˘φασμα, ατος, τό, [from ἐξῠφαίνω]
a finished web, Eur.