ἐξαπατητικός: Difference between revisions
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξᾰπᾰτητικός:''' рассчитанный на обман, вводящий в заблуждение (τῶν πολεμίων Xen.; [[εἰκαῖος]] καὶ ἐ. Sext.). | |elrutext='''ἐξᾰπᾰτητικός:''' рассчитанный на обман, вводящий в заблуждение (τῶν πολεμίων Xen.; [[εἰκαῖος]] καὶ ἐ. Sext.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐξᾰπᾰτητικός, ή, όν <i>adj</i><br />calculated to [[deceive]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A calculated to deceive, τῶν πολεμίων X.Eq.Mag.4.12, S.E.M.2.93. Adv. -κῶς Poll.4.24.
German (Pape)
[Seite 870] ή, όν, betrügerisch, täuschend, τινός, Xen. Hipparch. 4, 12 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπατητικός: -ή, -όν, ὁ ἐξαπατῶν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐξαπατήσῃ, τοῦτο ἐξαπατητικὸν τῶν πολεμίων Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 12, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 93. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 24.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à tromper.
Étymologie: ἐξαπατάω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que induce a engaño a c. gen. τῶν πολεμίων X.Eq.Mag.4.12, cf. Poll.4.47
•neutr. subst. τὸ εἰκαῖον καὶ ἐξαπατητικόν S.E.M.2.93.
2 adv. -ῶς falazmente Apollon.Lex.128.5, Poll.4.24.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐξαπατητικός, -ή, -όν)
1. ο κατάλληλος ή ικανός να εξαπατά («καὶ τοῡτο γὰρ ἐξαπατητικόν τῶν πολεμίων», Ξεν.)
2. αυτός που γίνεται για εξαπάτηση, ο παραπλανητικός, ο απατηλός.
Greek Monotonic
ἐξᾰπᾰτητικός: -ή, -όν, αυτός που είναι προορισμένος να εξαπατήσει, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰπᾰτητικός: рассчитанный на обман, вводящий в заблуждение (τῶν πολεμίων Xen.; εἰκαῖος καὶ ἐ. Sext.).
Middle Liddell
ἐξᾰπᾰτητικός, ή, όν adj
calculated to deceive, Xen.