ἐπαινέτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπαινέτης:''' ου ὁ восхваляющий, восторженный поклонник (Ὁμήρου Thuc., Plat.; φειδοῦς Plut.).
|elrutext='''ἐπαινέτης:''' ου ὁ восхваляющий, восторженный поклонник (Ὁμήρου Thuc., Plat.; φειδοῦς Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπαινέτης]], ου, [from [[ἐπαινέω]]<br />a [[commender]], [[admirer]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 22:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαινέτης Medium diacritics: ἐπαινέτης Low diacritics: επαινέτης Capitals: ΕΠΑΙΝΕΤΗΣ
Transliteration A: epainétēs Transliteration B: epainetēs Transliteration C: epainetis Beta Code: e)paine/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A praiser, commender, Hp.Acut.6, Th.2.41, Pl.R.366e, Timocl. 8.9, etc.:—fem. ἐπαιν-έτις, ιδος, φιλοσοφία -έτις παμβασιλείας Them.Or. 18.219d.    II rhapsodist, Pl.Ion536d; cf. ἐπαινέω IV.

German (Pape)

[Seite 895] ὁ, 1) der Lobende, Lobredner, Ὁμήροι Plat. Prot. 309 a; Thuc. 2, 11 u. Folgde. – 2 der Rhapsode, Plat. Ion 536 d. Vgl. ἐπαινέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαινέτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπαινῶν τινα ἤ τι, Λατ. laudator, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξέων 384, Θουκ. 2. 41, Πλάτ. Πολ. 366D· Ὁμήρου δεινὸς εἶ ἐπαινέτης Πλάτ. Ἴων 536D· θηλ. ἐπαινέτις, ιδος, Θεμίστ. σ. 219D.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui loue, panégyriste.
Étymologie: ἐπαινέω.

Greek Monolingual

ἐπαινέτης, ο (θηλ. -ις) (AM) επαινώ
1. αυτός που εγκωμιάζει, εξυμνεί, επαινεί κάποιον ή κάτι («ἐπαινέται δικαιοσύνης», Πλάτ.)
2. αυτός που απαγγέλλει ραψωδίες, ραψωδός («θείᾳ μοίρᾳ Όμήρου δεινὸς ἐπαινέτης», Πλάτ.)
3. οπαδός, μαθητής, θιασώτης («τοὺς Εὐσταθίου ἐπαινέτας».).
ἐπαινετής, ο (Μ)
αυτός που επαινεί κάποιον ή κάτι.

Greek Monotonic

ἐπαινέτης: -ου, ὁ, αυτός που επαινεί, κόλακας, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαινέτης: ου ὁ восхваляющий, восторженный поклонник (Ὁμήρου Thuc., Plat.; φειδοῦς Plut.).

Middle Liddell

ἐπαινέτης, ου, [from ἐπαινέω
a commender, admirer, Thuc.