ἐπιφήμισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιφήμισμα:''' ατος τό (зло)вещий возглас, пророчащее беду слово Thuc.
|elrutext='''ἐπιφήμισμα:''' ατος τό (зло)вещий возглас, пророчащее беду слово Thuc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιφήμισμα]], ατος, τό, [from [[ἐπιφημίζω]]<br />a [[word]] of [[ominous]] [[import]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 22:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφήμισμα Medium diacritics: ἐπιφήμισμα Low diacritics: επιφήμισμα Capitals: ΕΠΙΦΗΜΙΣΜΑ
Transliteration A: epiphḗmisma Transliteration B: epiphēmisma Transliteration C: epifimisma Beta Code: e)pifh/misma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A word of ominous import : of ill omen, Th. 7.75 ; of good omen, J.AJ17.5.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1000] τό, ein Zuruf, Ausruf, der eine Vorbedeutung für die Zukunft enthält, ἀντὶ δ' εὐχῆς καὶ παιάνων, μεθ' ὧν ἐξέπλεον, πάλιν τούτων τοῖς ἐναντίοις ἐπιφημίσμασιν ἀφορμᾶσθαι Thuc. 7, 75, mit Unglück bedeutenden Aeußerungen, Hesych. erkl. οἰώνισμα. Auch Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφήμισμα: τό, οἰώνισμα· ἐπὶ κακοῦ οἰωνοῦ, Θουκ. 7. 75· ἐπὶ ἀγαθοῦ οἰωνίσματος, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 7. 5, 2, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
cri de mauvais augure.
Étymologie: ἐπιφημίζω.

Greek Monolingual

ἐπιφήμισμα, τὸ (Α) επιφημίζω
λέξη που προοιωνίζει κάτι, καλό ή κακό («ἀντὶ δ’ εὐχῆς καὶ παιάνων μεθ’ ὧν ἐξέπλεον πάλιν τούτων τοῑς ἐναντίοις ἐπιφημίσμασιν ἀφορμᾱσθαι», Θουκ.).

Greek Monotonic

ἐπιφήμισμα: -ατος, τό, προοιώνισμα, λέξη προμαντέματος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφήμισμα: ατος τό (зло)вещий возглас, пророчащее беду слово Thuc.

Middle Liddell

ἐπιφήμισμα, ατος, τό, [from ἐπιφημίζω
a word of ominous import, Thuc.