εὐφόρμιγξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαθῇ γὰρ μοίρᾳ ἄξεσθε ἡσυχίαν → for with good fortune you will live in peace

Source
(2b)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐφόρμιγξ:''' ιγγος adj.<br /><b class="num">1)</b> хорошо играющий на форминге (Λυκεῖος Anth.);<br /><b class="num">2)</b> искусно извлекаемый из форминги, красиво звучащий ([[ἀοιδά]] Anth.).
|elrutext='''εὐφόρμιγξ:''' ιγγος adj.<br /><b class="num">1)</b> хорошо играющий на форминге (Λυκεῖος Anth.);<br /><b class="num">2)</b> искусно извлекаемый из форминги, красиво звучащий ([[ἀοιδά]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-[[φόρμιγξ]], ιγγος, ὁ, ἡ,<br />with [[beautiful]] [[lyre]] or playing [[beautifully]] on it, Anth.
}}
}}

Revision as of 22:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφόρμιγξ Medium diacritics: εὐφόρμιγξ Low diacritics: ευφόρμιγξ Capitals: ΕΥΦΟΡΜΙΓΞ
Transliteration A: euphórminx Transliteration B: euphorminx Transliteration C: efformigks Beta Code: eu)fo/rmigc

English (LSJ)

ιγγος, ὁ, ἡ,

   A with beautifullyre: playing beautifully on it, Λύκειος AP7.10.    II Pass., of lyrical music, beautifully played or accompanied, Opp.H.5.618.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν φόρμιγγα, καλῶς φορμίζων, Ἀνθ. Π. 7. 10. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ λυρικῆς μουσικῆς, μολπῆς εὐφόρμιγγος, συνοδευομένης ὑπὸ καλῆς φορμιγγος ἢ λίαν μελῳδικῆς, Ὀππ. Ἁλ. 5. 618.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ὁ, ἡ)
1 qui joue bien de la lyre;
2 qui résonne harmonieusement sur la lyre.
Étymologie: εὖ, φόρμιγξ.

Greek Monolingual

εὐφόρμιγξ, -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ή παίζει ωραία τη φόρμιγγα, τη λύρα («σὺν εὐφόρμιγγι Λυκείῳ», Ανθ. Παλ.)
2. (για λυρική μουσική) αυτός που συνοδεύεται από ωραία λύρα, ο πολύ μελωδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φόρμιγξ «λύρα»].

Greek Monotonic

εὐφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, με όμορφη λύρα ή παίζοντας όμορφα τη λύρα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐφόρμιγξ: ιγγος adj.
1) хорошо играющий на форминге (Λυκεῖος Anth.);
2) искусно извлекаемый из форминги, красиво звучащий (ἀοιδά Anth.).

Middle Liddell

εὐ-φόρμιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ,
with beautiful lyre or playing beautifully on it, Anth.