ἐχέστονος: Difference between revisions
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐχέστονος:''' [[ἔχω]] 29] исторгающий стоны ([[ἰός]] Theocr.). | |elrutext='''ἐχέστονος:''' [[ἔχω]] 29] исторгающий стоны ([[ἰός]] Theocr.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐχέ-στονος, ον<br />[[bringing]] sorrows, Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A bringing sorrows, ἰός Theoc.25.213.
German (Pape)
[Seite 1124] Seufzer bringend, verursachend, ἰός Theocr. 25, 213.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέστονος: -ον, ὁ προξενῶν στόνους, στεναγμούς, λύπας, ἰὸν ἐχέστονον Θεόκρ. 25. 213.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cause de la douleur.
Étymologie: ἔχω, στόνος.
Greek Monolingual
ἐχέστονος, -ον (Α)
αυτός που φέρνει στεναγμούς («ἰὸν ἐχέστονον», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + στόνος «στεναγμός»].
Greek Monotonic
ἐχέστονος: -ον, αυτός που προξενεί λύπες, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐχέστονος: ἔχω 29] исторгающий стоны (ἰός Theocr.).
Middle Liddell
ἐχέ-στονος, ον
bringing sorrows, Theocr.