ἤπου: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(2b)
(1ab)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἤπου:''' и ἤ που или (же), что-ли (ἤ. ἐν Ὀρχομενῷ ἢ ἐν Πύλῳ Hom.): ἤ. τίς [[σφιν]] ἔνισπε, ἤ. νυ καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει Hom. или кто-либо им сказал, или же собственное чувство подсказало.
|elrutext='''ἤπου:''' и ἤ που или (же), что-ли (ἤ. ἐν Ὀρχομενῷ ἢ ἐν Πύλῳ Hom.): ἤ. τίς [[σφιν]] ἔνισπε, ἤ. νυ καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει Hom. или кто-либо им сказал, или же собственное чувство подсказало.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />ἤ, που, = ἤ, modified by που, or [[perhaps]], as [[perhaps]], Hom.
}}
}}

Revision as of 23:05, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 1175] richtiger getrennt geschrieben, oder wohl, oder vielleicht, oder etwa, Il. 6, 438 Od. 11, 459, nach einem comparat. = als etwa. Vgl. ἤ.

Greek (Liddell-Scott)

ἤπου: ἢ (κατὰ Wolf) ἢ που, = μὲ ἀμφοτέρας τὰς ἐννοίας, ἢ καὶ παρά, τροποποιουμένας διὰ τοῦ που, ἢ ἴσως, παρὰ ἴσως, Ἰλ. Ζ. 438, Ὀδ. Λ. 459.

French (Bailly abrégé)

conj.
ou bien, ou peut-être.
Étymologie: ἤ, που.

Greek Monolingual

ἦπου και ἦ που (Α)
1. αλήθεια, πραγματικά, βεβαίως («ἦ που σοφὸς ἦν ὅστις ἔφασκεν», Αριστοφ.)
2. (σε ερωτήσεις με δισταγμό) αλήθεια; είναι δυνατόν; («ἦ πού τις νήσων εὐδείελος, ἠέ τις ἀκτή [...] ἠπείροιο;», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἤπου: ή ἤπου, με τροποποιημένη σημασία από το που, παρά ίσως, ή ενδεχομένως, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἤπου: и ἤ που или (же), что-ли (ἤ. ἐν Ὀρχομενῷ ἢ ἐν Πύλῳ Hom.): ἤ. τίς σφιν ἔνισπε, ἤ. νυ καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει Hom. или кто-либо им сказал, или же собственное чувство подсказало.

Middle Liddell


ἤ, που, = ἤ, modified by που, or perhaps, as perhaps, Hom.