ἡμίπεπτος: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡμίπεπτος:''' (ῐ) наполовину сваренный или полузрелый (καρποί Plut.).
|elrutext='''ἡμίπεπτος:''' (ῐ) наполовину сваренный или полузрелый (καρποί Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἡμί-πεπτος, ον [[πέσσω]]<br />[[half]]-[[cooked]], Plut.
}}
}}

Revision as of 23:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίπεπτος Medium diacritics: ἡμίπεπτος Low diacritics: ημίπεπτος Capitals: ΗΜΙΠΕΠΤΟΣ
Transliteration A: hēmípeptos Transliteration B: hēmipeptos Transliteration C: imipeptos Beta Code: h(mi/peptos

English (LSJ)

ον,

   A half-ripened, Plu.Caes.69; half-digested, τροφή Gal.11.666, al.

German (Pape)

[Seite 1169] halb gekocht, halb reif, καρποί, Plut. Caes. extr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίπεπτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὑψημένος, Πλούτ. Καίσ. 69· κατὰ τὸ ἥμισυ ὥριμος, Γαλην. 6. 311., 8. 598.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié cuit, à moitié mûr.
Étymologie: ἡμι-, πέπτω.

Greek Monolingual

ἡμίπεπτος, -ον (Α)
1. κατά το ήμισυ ώριμος, μισογινωμένος
2. μισοχωνεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πεπτος < πέσσω, πρβλ. ά-πεπτος, εύ-πεπτος].

Greek Monotonic

ἡμίπεπτος: -ον (πέσσω), μισομαγειρεμένος, μισοψημένος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίπεπτος: (ῐ) наполовину сваренный или полузрелый (καρποί Plut.).

Middle Liddell

ἡμί-πεπτος, ον πέσσω
half-cooked, Plut.