θοινάτωρ: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θοινάτωρ:''' ορος (ᾱ) ὁ Eur. = [[θοινατήρ]]. | |elrutext='''θοινάτωρ:''' ορος (ᾱ) ὁ Eur. = [[θοινατήρ]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θοινά¯τωρ, ορος, = [[θοινατήρ]], Eur.] [from [[θοινάω]] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 9 January 2019
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ,
A feaster, E.Ion1206, 1217.
German (Pape)
[Seite 1213] ορος, ὁ, = θοινατήρ, der Schmausende, Eur. Ion 1206. 1217. Vgl. θοινήτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
θοινάτωρ: ᾱ, ορος, ὁ, θοινατήρ, Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1206, 1217· πρβλ. θοινήτωρ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
c. θοινατήρ.
Greek Monolingual
θοινάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
θοινατήρ, συμποσιαστής, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο, ο ευωχούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θοινώ + επίθημα -τωρ (πρβλ. γενέ-τωρ, ευπά-τωρ, συνδαί-τωρ)].
Greek Monotonic
θοινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, = θοινατήρ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θοινάτωρ: ορος (ᾱ) ὁ Eur. = θοινατήρ.