θελξίπικρος: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θελξίπικρος:''' мучительно-приятный ([[κνησμονή]] Anth.). | |elrutext='''θελξίπικρος:''' мучительно-приятный ([[κνησμονή]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θελξί-πικρος, ον<br />[[sweetly]] [[painful]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A sweetly painful, κνησμοναί App.Anth.3.158.
German (Pape)
[Seite 1193] κνησμονή, schmerzhaft reizend, Ep. ad. 445 (App. 304).
Greek (Liddell-Scott)
θελξίπικρος: -ον, προξενῶν ἡδονὴν μετὰ πικρίας, κνησμονὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 304, ὡς τὸ γλυκύπικρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mêlé de douceur et d’amertume.
Étymologie: θέλγω, πικρός.
Greek Monolingual
θελξίπικρος, -ον (Α)
αυτός που θέλγει, που ευχαριστεί με τον πόνο, με την πικρία, που προξενεί ηδονή με πικρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + πικρός.
Greek Monotonic
θελξίπικρος: ον, ο γλυκά επώδυνος, σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θελξίπικρος: мучительно-приятный (κνησμονή Anth.).