θορή: Difference between revisions
From LSJ
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θορή:''' ἡ Her., Plut. = [[θορός]]. | |elrutext='''θορή:''' ἡ Her., Plut. = [[θορός]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[θορή]], ἡ, = [[θορός]], Hdt.] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A = θορός, Hdt.3.101, Alcmaeon Fr.3D.
German (Pape)
[Seite 1214] ἡ, der Saamen, = θορός; τοιαύτην δὲ καὶ Αἰθίοπες ἀπίενται θορήν Her. 3, 101; Plut. plac. phil. 5, 14.
Greek (Liddell-Scott)
θορή: ἡ, = θορός, Ἡρόδ. 3. 101, Πλούτ. 2. 907Α.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
c. θορός.
Greek Monolingual
θορή, ἡ (Α)
άλλος τ. του θορός.
Greek Monotonic
θορή: ἡ, = θορός, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
θορή: ἡ Her., Plut. = θορός.