θυρωτός: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
(2b)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θῠρωτός:''' снабженный дверью Babr.
|elrutext='''θῠρωτός:''' снабженный дверью Babr.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θυρωτός]], όν [[θυρόω]]<br />with a [[door]] or [[aperture]], Babr.
}}
}}

Revision as of 23:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρωτός Medium diacritics: θυρωτός Low diacritics: θυρωτός Capitals: ΘΥΡΩΤΟΣ
Transliteration A: thyrōtós Transliteration B: thyrōtos Transliteration C: thyrotos Beta Code: qurwto/s

English (LSJ)

όν,

   A with a door or aperture, στήθη Babr.59.11: neut. as Subst., θυρ-ωτόν, τό, doorway, IG4.1484.304 (Epid., dual).

Greek (Liddell-Scott)

θυρωτός: -όν, ἔχων θύραν ἢ ἄνοιγμα, Βαβρ. 59. 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
garni d’une porte.
Étymologie: θυρόω.

Greek Monolingual

θυρωτός, -ή, -όν (Α) θύρα
αυτός που έχει θύρα ή άνοιγμα
το ουδ. ως ουσ. το θυρωτόν
α) άνοιγμα για θύρα
β. κούφωμα.

Greek Monotonic

θυρωτός: όν (θυρόω), αυτός που έχει πόρτα ή άνοιγμα, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

θῠρωτός: снабженный дверью Babr.

Middle Liddell

θυρωτός, όν θυρόω
with a door or aperture, Babr.