καθυπισχνέομαι: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰθῠπισχνέομαι:''' (aor. 2 καθυπεσχόμην) обещать Luc.
|elrutext='''κᾰθῠπισχνέομαι:''' (aor. 2 καθυπεσχόμην) обещать Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[strengthd. for [[ὑπισχνέομαι]], Luc.]
}}
}}

Revision as of 23:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυπισχνέομαι Medium diacritics: καθυπισχνέομαι Low diacritics: καθυπισχνέομαι Capitals: ΚΑΘΥΠΙΣΧΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: kathypischnéomai Transliteration B: kathypischneomai Transliteration C: kathypischneomai Beta Code: kaqupisxne/omai

English (LSJ)

strengthd. for ὑπισχ-, Luc.Herm.6, Rh.Pr.25, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1290] (s. ὑπισχνέομαι), versprechen, Luc. Hermot. 6 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπισχνέομαι: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπισχνέομαι, Λουκ. Ρητόρ. Διδ. 25, Ἑρμότ. 6, Ναζ. τ. 2. σ. 188D. - Καθ’ Ἡσύχ. «καθυπισχνεῖτο, ὡμολογεῖτο».

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
ao. καθυπεσχόμην;
promettre.
Étymologie: κατά, ὑπισχνέομαι.

Greek Monotonic

καθυπισχνέομαι: επιτετ. αντί ὑπισχ-, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-υπισχνέομαι stellig beloven.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθῠπισχνέομαι: (aor. 2 καθυπεσχόμην) обещать Luc.

Middle Liddell

[strengthd. for ὑπισχνέομαι, Luc.]