καρανιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(nl)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καρανιστήρ -ῆρος [κάρηνον] dodelijk.
|elnltext=καρανιστήρ -ῆρος [κάρηνον] dodelijk.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰρᾱνιστήρ, ῆρος,<br />[[beheading]], [[capital]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 23:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρᾱνιστήρ Medium diacritics: καρανιστήρ Low diacritics: καρανιστήρ Capitals: ΚΑΡΑΝΙΣΤΗΡ
Transliteration A: karanistḗr Transliteration B: karanistēr Transliteration C: karanistir Beta Code: karanisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ο, ἡ,

   A beheading, touching the head, κ. δίκαι A.Eu. 186:—also κᾰρᾱν-ιστὴς μόρος E.Rh.817.

German (Pape)

[Seite 1325] ῆρος, ὁ (κάρα, das Verb. καρανίζω findet sich nicht), = Folgdm, δίκαι Aesch. Eum. 177.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m;
c.
καρανιστής.

Greek Monolingual

καρανιστήρ, -ῆρος, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που αποβλέπει στον αποκεφαλισμό, στην αποτομή της κεφαλής («καρανιστῆρες... δίκαι» — δίκες που αποκεφαλίζουν, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρανον, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. καρανίζω].

Greek Monotonic

κᾰρᾱνιστήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που αποκεφαλίζει, καρατομεί, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰρᾱνιστήρ: ῆρος ὁ рубящий головы, лишающий жизни (δίκαι Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρανιστήρ -ῆρος [κάρηνον] dodelijk.

Middle Liddell

κᾰρᾱνιστήρ, ῆρος,
beheading, capital, Aesch.