καταργίζω: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(1ab) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταργίζω''': τινά, [[κάμνω]] τινὰ νὰ βραδύνῃ, σπουδὴ οὐ καταργίζει [[πόδα]] Αἰσχύλ. Θήβ. | |lstext='''καταργίζω''': τινά, [[κάμνω]] τινὰ νὰ βραδύνῃ, σπουδὴ οὐ καταργίζει [[πόδα]] Αἰσχύλ. Θήβ. 536· ἴδε ἐν λ. [[ἀπαρτίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καταργίζω]] (Α)<br />[[αναγκάζω]] κάποιον να αργοπορήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ἀργίζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀργός]] [II])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[καταργίζω]] (Α)<br />[[αναγκάζω]] κάποιον να αργοπορήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ἀργίζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀργός]] [II])].<br /><b>(II)</b><br />[[καταργίζω]] (Μ)<br /><b>1.</b> [[βρίζω]], [[καταριέμαι]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>καταργισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αφορισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τον αόρ. <i>κατ</i>-<i>ήργ</i>-<i>ησα</i> του <i>κατ</i>-<i>αργῶ</i> (ΙΙ) υποχωρητικά, [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἐσφράγισα</i>: [[σφραγίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταργίζω:''' κάνω κάποιον να επιβραδύνει, βλ. [[ἀπαρτίζω]]. | |lsmtext='''καταργίζω:''' κάνω κάποιον να επιβραδύνει, βλ. [[ἀπαρτίζω]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to make to [[tarry]], v. sub [[ἀπαρτίζω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 23:55, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 1374] zaudern oder zögern lassen, σπουδὴ καταργίζει πόδα Aesch. Spt. 356, nach Hermann's Conj. für καταρτίζω.
Greek (Liddell-Scott)
καταργίζω: τινά, κάμνω τινὰ νὰ βραδύνῃ, σπουδὴ οὐ καταργίζει πόδα Αἰσχύλ. Θήβ. 536· ἴδε ἐν λ. ἀπαρτίζω.
Greek Monolingual
(I)
καταργίζω (Α)
αναγκάζω κάποιον να αργοπορήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ἀργίζω (< ἀργός [II])].
(II)
καταργίζω (Μ)
1. βρίζω, καταριέμαι
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταργισμένος, -η, -ον
αφορισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τον αόρ. κατ-ήργ-ησα του κατ-αργῶ (ΙΙ) υποχωρητικά, κατά το σχήμα ἐσφράγισα: σφραγίζω.
Greek Monotonic
καταργίζω: κάνω κάποιον να επιβραδύνει, βλ. ἀπαρτίζω.