προσαύλειος: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσαύλειος:''' скотный, пастуший: προσαύλειοι τύχαι Eur. пастушьи дела. | |elrutext='''προσαύλειος:''' скотный, пастуший: προσαύλειοι τύχαι Eur. пастушьи дела. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=προσ-αύλειος, ον,<br />near a [[farm]]-[[yard]], [[rustic]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A near a farm-yard, rustic, E.Rh.273.
German (Pape)
[Seite 752] in der Nähe des Landgutes, τύχαι, Eur. Rhes. 273, was sich dort begeben.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne une ferme ou la vie des champs, rustique.
Étymologie: πρός, αὐλή.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά σε αγρό, αγροτικός («παῡσαι λέγων μοι τὰς προσαυλείους τύχας» — σταμάτα να μού μιλάς για αυτά που συμβαίνουν στους αγρούς, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + αὔλειος (< αὐλή)].
Greek Monotonic
προσαύλειος: -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στην αυλή αγροικίας, αγροτικός, εξοχικός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
προσαύλειος: скотный, пастуший: προσαύλειοι τύχαι Eur. пастушьи дела.