καταφαυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(nl)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-φαυλίζω verachten.
|elnltext=κατα-φαυλίζω verachten.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[depreciate]], Plut.
}}
}}

Revision as of 00:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφαυλίζω Medium diacritics: καταφαυλίζω Low diacritics: καταφαυλίζω Capitals: ΚΑΤΑΦΑΥΛΙΖΩ
Transliteration A: kataphaulízō Transliteration B: kataphaulizō Transliteration C: katafavlizo Beta Code: katafauli/zw

English (LSJ)

   A depreciate, Plu.Alex.28.

Greek (Liddell-Scott)

καταφαυλίζω: φαῦλον εὐτελές, ποταπὸν λέγω τι, καταφρονῶ, ὑποτιμῶ, καταφαυλίζων μου τὸ δεῖπνον Πλουτ. Ἀλέξ. 28, Εὐμάθ. 445.

French (Bailly abrégé)

rendre mauvais ou méprisable, déprécier.
Étymologie: κατά, φαυλίζω.

Greek Monolingual

καταφαυλίζω (Α)
χαρακτηρίζω κάτι ως ευτελές, ασήμαντο, καταφρονώ, μιλώ περιφρονητικά για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φαυλίζω «θεωρώ κάτι ευτελές, υποτιμώ].

Greek Monotonic

καταφαυλίζω: μέλ. -σω, καταφρονώ, περιφρονώ, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καταφαυλίζω: представлять в дурном свете или презирать (τι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-φαυλίζω verachten.

Middle Liddell

fut. σω
to depreciate, Plut.