πρόσπλατος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(nl)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρόσπλατος -ον [προσπίλναμαι] benaderbaar.
|elnltext=πρόσπλατος -ον [προσπίλναμαι] benaderbaar.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρόσ-πλᾱτος, ον, [[προσπλάζω]]<br />[[approachable]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 00:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσπλᾱτος Medium diacritics: πρόσπλατος Low diacritics: πρόσπλατος Capitals: ΠΡΟΣΠΛΑΤΟΣ
Transliteration A: prósplatos Transliteration B: prosplatos Transliteration C: prosplatos Beta Code: pro/splatos

English (LSJ)

ον, (προσπίλναμαι)

   A approachable, ξένοις A.Pr.716 (Elmsl. for πρόσπλαστοι).

Greek (Liddell-Scott)

πρόσπλᾱτος: -ον, (προσπλάζω) προσιτός, τινι Αἰσχύλ. Πρ. 716· τὰ ἀντίγραφα ἔχουσι πρόσπλαστοι, ἀλλ’ ἴδε Δινδ.

French (Bailly abrégé)

c. πρόσπλαστος.
Étymologie: πρός, πελάω.

Greek Monolingual

-ον, Α προσπελάζω
ευπρόσιτος, προσιτός.

Greek Monotonic

πρόσπλᾱτος: -ον (προσπλάζω), προσιτός, προσεγγίσιμος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσπλατος -ον [προσπίλναμαι] benaderbaar.

Middle Liddell

πρόσ-πλᾱτος, ον, προσπλάζω
approachable, Aesch.