πυρεύς: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πῠρεύς:''' έως ὁ предполож. жаровня Anth. | |elrutext='''πῠρεύς:''' έως ὁ предполож. жаровня Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πῠρεύς, έως, ὁ, [πῦρ]<br />a [[fire]]-[[proof]] [[vessel]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 10 January 2019
English (LSJ)
έως, ὁ, (πῦρ)
A one who lights fire or burns, Hsch. (pl.); πυρις (sic), = flamines, Gloss. (fort. ἱερεῖς). II fire-proof vessel, cj. in AP13.13.
German (Pape)
[Seite 821] ὁ, der Feuer Anzündende, Hesych. – Ein sonst unbekanntes Gefäß, πυρῆ' ἀνέθηκε, Ep. ad. 119 (XIII, 13).
Greek (Liddell-Scott)
πῠρεύς: έως, ὁ, (πῦρ), πυρπολητής, Ἡσύχ. ΙΙ. σκεῦος ἀντέχον εἰς τὸ πῦρ, Ἀνθ. Π. 13. 13.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
sorte de réchaud.
Étymologie: πῦρ.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α πυρεύω
(κατά τον Ησύχ.)
1. εμπρηστής, πυρπολητής
2. σκεύος που αντέχει στη φωτιά.
Greek Monotonic
πῠρεύς: -έως, ὁ (πῦρ), ανθεκτικό στη φωτιά σκεύος, πυρίμαχο σκεύος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πῠρεύς: έως ὁ предполож. жаровня Anth.