ῥωγαλέος: Difference between revisions
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ῥωγᾰλέος:''' изорванный, разодранный ([[χιτών]] Hom.). | |elrutext='''ῥωγᾰλέος:''' изорванный, разодранный ([[χιτών]] Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ῥωγᾰλέος, η, ον, [ῥώξ]<br />[[broken]], [[cleft]], [[rent]], [[torn]], Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:55, 10 January 2019
English (LSJ)
η, ον, (ῥώξ A)
A broken, cleft, χιτὼν χαλκῷ ῥ. Il.2.417; ῥ. πήρη torn, ragged, Od.17.198; ῥάκος . . ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα 13.435.
German (Pape)
[Seite 854] zerrissen, zersetzt, Od. 13, 435, öfter; χαλκῷ, Il. 2, 417, zerhauen.
Greek (Liddell-Scott)
ῥωγᾰλέος: -α, -ον, (ῥώξ) διερρωγώς, διερρηγμένος, διεσχισμένος, κατατετρημένος, ῥακώδης, χιτῶνα χαλκῷ ῥωγαλέον, «σιδήρῳ διεσχισμένον» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 417· πήρην πυκνά ῥωγαλέην, διεσχισμένην, ῥακώδη, Ὀδ. Ρ. 198, Σ. 109· ῥάκος ... ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα Α. 435, 438, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
déchiré.
Étymologie: R. Ϝραγ, briser ; v. ῥήγνυμι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-η, -ον, Α
(επικ. τ.) εντελώς σχισμένος, κουρελιασμένος («ῥάκος... ἠδέ χιτῶνα, ῥωγαλέα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος, πειναλέος)].
Greek Monotonic
ῥωγᾰλέος: -α, -ον (ῥώξ), σπασμένος, ραγισμένος, κομματιασμένος, σχισμένος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ῥωγᾰλέος: изорванный, разодранный (χιτών Hom.).