σιδηροτομέω: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σῐδηροτομέω:''' рассекать железом (τινα Anth.). | |elrutext='''σῐδηροτομέω:''' рассекать железом (τινα Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σῐδηρο-τομέω, fut. -ήσω [[τέμνω]]<br />to cut or [[cleave]] with [[iron]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:55, 10 January 2019
English (LSJ)
A cut or cleave with iron, ib.311 (Id.).
German (Pape)
[Seite 880] mit Eisen schneiden, spalten, Philp. 34 (IX, 311).
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροτομέω: κόπτω, τέμνω, χωρίζω, σχίζω διὰ σιδήρου, Ἀνθ. Π. 9. 311.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couper avec du fer.
Étymologie: σίδηρος, τέμνω.
Greek Monotonic
σῐδηροτομέω: μέλ. -ήσω (τέμνω), αυτός που τέμνει, κόβει ή σχίζει με σιδερένιο εργαλείο, με ξίφος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηροτομέω: рассекать железом (τινα Anth.).
Middle Liddell
σῐδηρο-τομέω, fut. -ήσω τέμνω
to cut or cleave with iron, Anth.