σιδηροτόκος: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σῐδηροτόκος:''' рождающий железо ([[βῶλος]] Ἰβηριάδος Anth.). | |elrutext='''σῐδηροτόκος:''' рождающий железо ([[βῶλος]] Ἰβηριάδος Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σῐδηρο-[[τόκος]], ον, [[τίκτω]]<br />producing [[iron]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A producing iron, AP9.561 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 880] Eisen erzeugend, hervorbringend, βῶλος Ἰβηριάδος, Philp. 68 (IX, 561).
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροτόκος: -ον, ὁ παράγων, γεννῶν σίδηρον, Ἀνθ. Π. 9. 561.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit du fer.
Étymologie: σίδηρος, τίκτω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που παράγει σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ἀρρενο-τόκος.
Greek Monotonic
σῐδηροτόκος: -ον (τίκτω), αυτός που παράγει, γεννά σίδηρο, που περιέχει σίδηρο, σιδηρούχος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηροτόκος: рождающий железо (βῶλος Ἰβηριάδος Anth.).