ῥιζοβόλος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥιζοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που πιάνει, σχηματίζει ρίζες, που ριζώνει. | |lsmtext='''ῥιζοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που πιάνει, σχηματίζει ρίζες, που ριζώνει. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ῥιζο-[[βόλος]], ον, [[βάλλω]]<br />[[striking]] [[root]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A striking root, Nic.Th.69.
German (Pape)
[Seite 842] Wurzel werfend, d. i. Wurzel schlagend, Nic. Th. 69.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζοβόλος: -ον, ὁ σχηματίζων ῥίζας, ῥιζοβολῶν, Νικ. Θ. 69 - ῥιζοβολέω, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιάνω ῥίζαν», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 57, Ἀνθ. Π. 11. 246· - ῥιζοβόλησις, εως, ἡ, τὸ ῥιζοβολεῖν, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pousse des racines.
Étymologie: ῥίζα, βάλλω.
Greek Monolingual
ο / ῥιζοβόλος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το φυτό καρυόκαρο(ν)
αρχ.
αυτός που βγάζει ρίζες, που ριζοβολάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο-βόλος)].
Greek Monotonic
ῥιζοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που πιάνει, σχηματίζει ρίζες, που ριζώνει.