προχύτης: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προχύτης:''' ου (ῠ) ὁ урна для возлияний Eur. | |elrutext='''προχύτης:''' ου (ῠ) ὁ урна для возлияний Eur. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=προ-χύ˘της, ου, ὁ, = [[πρόχοος]]<br />an urn for libations, Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:10, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,= πρόχοος,
A jug, pitcher, Ion Lyr.2, Alexand.Com.4, Simaristus et Philet. ap. Ath.11.496c.
German (Pape)
[Seite 800] ὁ, = πρόχοος, Gießkanne; Eur. El. 803 I. A. 1472; ἡμῖν δὲ κρητῆρ' οἰνοχόοι θέραπες κιρνάντων προχύταισιν ἐν ἀργυρέοις, Ion bei Ath. XI, 463 b, wo früher προχόαις stand; Ath. XI c. 94 sagt προχύτης εἶδος ἐκπώματος; u. nach Philetas ἀγγεῖον ξύλινον, ἀφ' οὗ τοὺς ἀγροίκους πίνειν.
Greek (Liddell-Scott)
προχύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = πρόχοος, λάγηνος, «κανάτι», Ἴων (Ἀποσπ. 2. 3) παρ’ Ἀθην. 463Β. πρβλ. 469C· μάλιστα ὑδρία ἐξ ἧς ἔχυνον ἁγνιστικὰς σπονδάς, Εὐρ. Ι. Α. 955. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
urne pour libations.
Étymologie: προχέω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
προχύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = πρόχοος, αγγείο για σπονδές, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
προχύτης: ου (ῠ) ὁ урна для возлияний Eur.
Middle Liddell
προ-χύ˘της, ου, ὁ, = πρόχοος
an urn for libations, Eur.