στερεόφρων: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''στερεόφρων:''' 2, gen. ονος упрямого нрава, непреклонный Soph.
|elrutext='''στερεόφρων:''' 2, gen. ονος упрямого нрава, непреклонный Soph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στερεό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [[φρήν]]<br />[[stubborn]]-hearted, Soph.
}}
}}

Revision as of 01:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεόφρων Medium diacritics: στερεόφρων Low diacritics: στερεόφρων Capitals: ΣΤΕΡΕΟΦΡΩΝ
Transliteration A: stereóphrōn Transliteration B: stereophrōn Transliteration C: stereofron Beta Code: stereo/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)

   A stubborn-hearted, S.Aj.926 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 937] ον, hartes, festes Sinnes, Soph. Ai. 909.

Greek (Liddell-Scott)

στερεόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων στερεάν, ἰσχυρογνώμονα διάθεσιν, ἰσχυρογνώμων, Σοφ. Αἴ. 926.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
au caractère rigide.
Étymologie: στερεός, φρήν.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
ισχυρογνώμονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων].

Greek Monotonic

στερεόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), ισχυρογνώμων, πεισματάρης, ξεροκέφαλος, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στερεόφρων -ον, gen. -ονος [στερεός, φρήν] met onbuigzaam karakter.

Russian (Dvoretsky)

στερεόφρων: 2, gen. ονος упрямого нрава, непреклонный Soph.

Middle Liddell

στερεό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
stubborn-hearted, Soph.