στροφεύς: Difference between revisions
(nl) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=στροφεύς -έως, ὁ [στρέφω] holte (waarin de deurspil draait). Aristoph. Th. 487. deurspil. Luc. 80.12.3. | |elnltext=στροφεύς -έως, ὁ [στρέφω] holte (waarin de deurspil draait). Aristoph. Th. 487. deurspil. Luc. 80.12.3. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[στροφεύς]], έως, ὁ, [[στρέφω]]<br />the [[socket]] in [[which]] the [[pivot]] of a [[door]] (ὁ [[στρόφιγξ]]) moved, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:14, 10 January 2019
English (LSJ)
έως, ὁ,
A vertebra, Poll.2.130. II socket in which the pivot of a door (cf. στρόφιγξ) moved, Ar.Th.487, Fr.255, Hermipp. 47.9(anap.), Thphr.HP5.6.4, Kourouniotes Ἐλευσινιακά 1.190 (Eleusis, iv B.C.), IG11(2).287 B 148 (Delos, iii B.C.), Plb.7.16.5. 2 the pivot itself,= στρόφιγξ, ὁ κατὰ τοῦ ὁλμίσκου βεβηκὼς σ. S.E.M.10.54, cf. BGU1201.17 (i B.C./i A.D.), PMag.Osl.1.136, Luc.DMeretr. 12.3. 3 part of a weasel-trap, Gloss.
German (Pape)
[Seite 956] έως, ὁ, 1) der Wirbelknochen des Halses u. Rückgrats, Poll. 2, 130. – 2) der Angelhaken, auf dem sich die Thür dreht, Ar. Thesm. 487 (vgl. στρόφιγξ); Pol. sagt διακόπτειν τοὺς στροφεῖς τῶν πυλῶν, 7, 16, 5; Luc. D. Meretr. 12; vgl. S. Emp. adv. phys. 2, 54.
Greek (Liddell-Scott)
στροφεύς: έως, ὁ, (στρέφω) εἷς τῶν σπονδύλων τοῦ τραχήλου ἢ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, Πολυδ. Β΄, 130. ΙΙ. θήκη ἐν ᾗ ὁ στρόφιγξ τῆς θύρας περιεστρέφετο, Ἀριστοφ. Θεσμ. 487, Ἀποσπ. 251, Ἔρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 4, Πολύβ. 7. 16, 5.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
gond de porte.
Étymologie: στρέφω.
Spanish
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
βλ. στροφέας.
Greek Monotonic
στροφεύς: -έως, ὁ (στρέφω), υποδοχή, θήκη γύρω από την οποία περιστρέφονταν οι στρόφιγγες της πόρτας (ὁ στρόφιγξ), στρόφιγγα, μεντεσές, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
στροφεύς: έως ὁ дверной поворотный крюк, шарнир Arph., Polyb., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στροφεύς -έως, ὁ [στρέφω] holte (waarin de deurspil draait). Aristoph. Th. 487. deurspil. Luc. 80.12.3.
Middle Liddell
στροφεύς, έως, ὁ, στρέφω
the socket in which the pivot of a door (ὁ στρόφιγξ) moved, Ar.