στυγνότης: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=στυγνότης -ητος, ἡ [στυγνός] somberheid, norsheid. | |elnltext=στυγνότης -ητος, ἡ [στυγνός] somberheid, norsheid. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[στυγνότης]], ητος, ἡ,<br />gloominess, [[sullenness]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A gloominess, sullenness, Alex.197, Plb.3.20.3; βλέμματος Plu.Mar.43; of the sky, Plb.4.21.1.
German (Pape)
[Seite 958] ητος, ἡ, Betrübniß, καὶ πένθ ος, Plut. Thes. 20; τοῦ βλέμματος, Mar. 43, das traurige, unfreundliche Aussehen, z. B. des Senats in Rom, Pol. 3, 20, 3; des Klimas, τοῦ περιέχοντος, 4, 21, 1; eines unbebau'ten Landes, Jac. Philostr. imagg. 723.
Greek (Liddell-Scott)
στυγνότης: -ητος, ἡ, κατήφεια, σκυθρωπότης, Λατ. tristitia, Ἄλεξις ἐν «Πυθαγοριζούσῃ» 3· βλέμματος Πλουτ. Μάρ. 43· ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Πολύβ. 4. 21, 1· πρβλ. στυγνάζω.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
tristesse.
Étymologie: στυγνός.
Greek Monotonic
στυγνότης: -ητος, ἡ, μελαγχολία, κατήφεια, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
στυγνότης: ητος ἡ угрюмость, мрачность (τοῦ βλέμματος Plut.): ἡ τοῦ περιέχοντος σ. Polyb. суровость климата.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στυγνότης -ητος, ἡ [στυγνός] somberheid, norsheid.
Middle Liddell
στυγνότης, ητος, ἡ,
gloominess, sullenness, Plut.