συναγγία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συναγγία:''' ἡ узкое место, теснина Babr.
|elrutext='''συναγγία:''' ἡ узкое место, теснина Babr.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-αγγία, ἡ, [[ἄγγος]]<br />a confined [[space]], Babr.
}}
}}

Revision as of 01:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναγγία Medium diacritics: συναγγία Low diacritics: συναγγία Capitals: ΣΥΝΑΓΓΙΑ
Transliteration A: synangía Transliteration B: synangia Transliteration C: synaggia Beta Code: sunaggi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A confined space, Babr.27.2, but f.l. for συναγκίῃ.

German (Pape)

[Seite 995] ἡ, Gefäß, Babr. 27, 2, od. = συνάγκεια.

Greek (Liddell-Scott)

συναγγία: ἡ, (ἄγγος) λακκῶδες μέρος, λάκκωμα, ὑδάτων ἐν συναγγίᾳ κοίλῃ Βαβρ. 27. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
espace resserré BABR.
Étymologie: LSJ : pê p. συναγκίη ; v. alors ἄγχω.

Greek Monolingual

ἡ, Α
μέρος γεμάτο λάκκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αγγία (< -αγγής < ἄγγος«αγγείο»), πρβλ. κεν-αγγία].

Greek Monotonic

συναγγία: ἡ (ἄγγος), τόπος που έχει λάκκους, κοιλώματα, έγκλειστος χώρος, αγγείο, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

συναγγία: ἡ узкое место, теснина Babr.

Middle Liddell

συν-αγγία, ἡ, ἄγγος
a confined space, Babr.