τανυμήκης: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τᾰνῠμήκης:''' вытянувшийся, высокий (ἰτέαι Anth.). | |elrutext='''τᾰνῠμήκης:''' вытянувшийся, высокий (ἰτέαι Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τᾰνῠ-μήκης, ες [[τανύω]], [[μῆκος]]<br />[[long]]-stretched, [[tall]], ἰτέαι Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ες,
A long-stretched, tall, ἰτέαι AP6.170.
German (Pape)
[Seite 1067] ες, lang gestreckt, schlank, ἰτέαι, Thall. 3 (VI, 170).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνῠμήκης: -ες, ὁ τεταμένος εἰς ὕψος, ὑψηλός, ἰτέαι Ἀνθ. ΙΙ. 6. 170, Χρησμ. Σιβ. 1. 262.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui s’étend en longueur, allongé, élevé, de haute taille.
Étymologie: τανύω, μῆκος.
Greek Monolingual
-ύμηκες, Α
τεταμένος κατά μήκος, ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανν- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἰσο-μήκης].
Greek Monotonic
τᾰνῠμήκης: -ες (τανύω, μῆκος), εξαιρετικά τεντωμένος, ψηλός, τανυμῆκαι ἰτέαι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνῠμήκης: вытянувшийся, высокий (ἰτέαι Anth.).
Middle Liddell
τᾰνῠ-μήκης, ες τανύω, μῆκος
long-stretched, tall, ἰτέαι Anth.