συνθεατής: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συν-θεᾱτής -οῦ, ὁ medetoeschouwer, medebeschouwer. | |elnltext=συν-θεᾱτής -οῦ, ὁ medetoeschouwer, medebeschouwer. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=συν-θεᾱτής, οῦ, ὁ,<br />a [[fellow]]-[[spectator]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:45, 10 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A fellow-spectator, Pl.R.523a, La.179e: fem. συνθε-άτρια, Ar.Fr.472: but, fellow-actress, Procop.Arc.9.
Greek (Liddell-Scott)
συνθεᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς θεατὴν ὤν, ὁ καθήμενος ὁμοῦ μετά τινος ἐν τῷ θεάτρῳ καὶ θεώμενος, Πλάτ. Πολ. 523Α, Λάχ. 179Ε· ― θηλ. συνθεάτρια, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 399.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
spectateur avec d’autres.
Étymologie: συνθεάομαι.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνθεατής, ό, θηλ. συνθεάτρια, Α συνθεῶμαι
1. αυτός που κάθεται και παρακολουθεί θέατρο μαζί με άλλον
2. το θηλ. (για ηθοποιούς, μίμους) συνάδελφος ηθοποιός.
Greek Monotonic
συνθεᾱτής: -οῦ, ὁ, αυτός που είναι επίσης θεατής, που κάθεται μαζί με κάποιον στο θέατρο και παρακολουθεί την παράσταση, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
συνθεᾱτής: οῦ ὁ вместе смотрящий Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-θεᾱτής -οῦ, ὁ medetoeschouwer, medebeschouwer.