τετράχυτρος: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τετράχυτρος:''' (ᾰ) емкостью в четыре горшка ([[τρυφάλεια]] Batr.).
|elrutext='''τετράχυτρος:''' (ᾰ) емкостью в четыре горшка ([[τρυφάλεια]] Batr.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρά-χυτρος, ον, [[χύτρα]]<br />made of [[four]] pots, Batr.
}}
}}

Revision as of 01:46, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράχυτρος Medium diacritics: τετράχυτρος Low diacritics: τετράχυτρος Capitals: ΤΕΤΡΑΧΥΤΡΟΣ
Transliteration A: tetráchytros Transliteration B: tetrachytros Transliteration C: tetrachytros Beta Code: tetra/xutros

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A made of four pots, τρυφάλεια Batr.255.

German (Pape)

[Seite 1100] vier Töpfe fassend, so weit wie vier Töpfe, Batrach. 258.

Greek (Liddell-Scott)

τετράχυτρος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων χυτρῶν πεποιημένος, οὐδ’ ἔβαλε τρυφάλειαν ἀμύμονα καὶ τετράχυτρον δῖος Ὀριγανίων Βατραχομυομ. 255.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une contenance de quatre marmites.
Étymologie: τέσσαρες, χύτρα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μπορεί να περιλάβει τέσσερεις χύτρες, δηλαδή ο πολύ ευρύχωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χυτρος (< χύτρα)].

Greek Monotonic

τετράχυτρος: -ον (χύτρα), αυτός που αποτελείται από τέσσερις χύτρες, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

τετράχυτρος: (ᾰ) емкостью в четыре горшка (τρυφάλεια Batr.).

Middle Liddell

τετρά-χυτρος, ον, χύτρα
made of four pots, Batr.