τραγοσκελής: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρᾰγοσκελής:''' козлоногий ([[Πάν]] Her., Luc.).
|elrutext='''τρᾰγοσκελής:''' козлоногий ([[Πάν]] Her., Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρᾰγο-σκελής, ές [[σκέλος]]<br />[[goat]]-shanked, Hdt., Luc.
}}
}}

Revision as of 01:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγοσκελής Medium diacritics: τραγοσκελής Low diacritics: τραγοσκελής Capitals: ΤΡΑΓΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: tragoskelḗs Transliteration B: tragoskelēs Transliteration C: tragoskelis Beta Code: tragoskelh/s

English (LSJ)

ές,

   A goat-shanked, applied to Pan, Hdt.2.46, Duris 21 J., Luc.DDeor.22.2, App.Anth.6.191, etc.

German (Pape)

[Seite 1133] ές, bocksschenkelig, -füßig; Pan, Her. 2, 46; Luc. D. D. 22, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγοσκελής: -ές, ὁ ἔχων τράγου σκέλη, ἐπὶ τοῦ Πανός, Ἡρόδ. 2. 46, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 2, Ὕμν. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 124Β, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à jambes ou à pieds de bouc.
Étymologie: τράγος, σκέλος.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ως προσωνυμία του Πανός) αυτός που έχει σκέλη τράγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ιππο-σκελής].

Greek Monotonic

τρᾰγοσκελής: -ές (σκέλος), αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ηρόδ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγοσκελής: козлоногий (Πάν Her., Luc.).

Middle Liddell

τρᾰγο-σκελής, ές σκέλος
goat-shanked, Hdt., Luc.