τραγομάσχαλος: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τρᾰγομάσχᾰλος:''' с козлиным запахом под мышками (Γοργών Arph.). | |elrutext='''τρᾰγομάσχᾰλος:''' с козлиным запахом под мышками (Γοργών Arph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρᾰγο-μάσχᾰλος, ον, [[μασχάλη]]<br />with armpits [[smelling]] like a he-[[goat]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with arm-pits smelling like a he-goat, Γοργόνες Ar.Pax811.
German (Pape)
[Seite 1133] unter den Achseln wie ein Bock riechend, Ar. Pax 782.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγομάσχᾰλος: -ον, οὗ αἱ μασχάλαι ὄζουσιν ὡς αἱ τοῦ τράγου, Γοργόνες ὀψοφάγοι, ..., τραγομάσχαλοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 811.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les aisselles sentent le bouc.
Étymologie: τράγος, μασχάλη.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός του οποίου οι μασχάλες αναδίδουν την ίδια δυσάρεστη οσμή που αναδίδει και ένας τράγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -μάσχαλος (< μασχάλη), πρβλ. πολυ-μάσχαλος].
Greek Monotonic
τρᾰγομάσχᾰλος: -ον (μασχάλη), αυτός του οποίου οι μασχάλες μυρίζουν όπως του τράγου, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰγομάσχᾰλος: с козлиным запахом под мышками (Γοργών Arph.).
Middle Liddell
τρᾰγο-μάσχᾰλος, ον, μασχάλη
with armpits smelling like a he-goat, Ar.