υἱωνός: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''υἱωνός:''' ὁ внук Hom., Plut. | |elrutext='''υἱωνός:''' ὁ внук Hom., Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[υἱωνός]], οῦ, ὁ, [[υἱός]]<br />a [[grandson]], Hom., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A grandson, Il.2.666, Od. 24.515, Theoc.17.23, IG5(1).1450 (Messene, i A. D.), POxy.261.7 (i A.D.), SIG829A (Delph., ii A. D.), Plu.Publ.14, etc.:—fem. υἱωνή, ἡ, J.BJ1.22.1; less Att. than ὑϊδοῦς and ὑϊδῆ, Moer.p.379 P., Thom. Mag.p.362 R.
German (Pape)
[Seite 1176] ὁ, Sohnes Sohn, Enkel; Hom. Il. 2, 666 Od. 24, 514; Plut. Popl. 14 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
petit-fils.
Étymologie: υἱός.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
και ὑωνός και υἱωνεύς, -έως, ὁ, θηλ. υἱωνή, ΜΑ, και ως θηλ. υἱωνός, ἡ, Μ
ο εγγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υἱος + επίθημα -ωνός, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών (πρβλ. οἰ-ωνός, χελ-ώνη) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (πρβλ. αγγλ. grand-son «εγγονός»). Ο τ. υἱώνεῖς, που παραδίδει ο Ησύχιος, είναι αναλογικός με τον πληθ. υἱεῖς].
Greek Monotonic
υἱωνός: -οῦ, ὁ (υἱός), εγγονός, σε Όμηρ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
υἱωνός: ὁ внук Hom., Plut.