ταυροφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ταυροφάγος:''' (ᾰγ) поедающий быков<br /><b class="num">1)</b> эпитет Диониса Soph.;<br /><b class="num">2)</b> эпитет поэта Кратина Arph.
|elrutext='''ταυροφάγος:''' (ᾰγ) поедающий быков<br /><b class="num">1)</b> эпитет Диониса Soph.;<br /><b class="num">2)</b> эпитет поэта Кратина Arph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ταυρο-[[φάγος]], ον, [φᾰγεῖν]<br />[[bull]]-[[eating]], Ar.
}}
}}

Revision as of 02:06, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροφάγος Medium diacritics: ταυροφάγος Low diacritics: ταυροφάγος Capitals: ΤΑΥΡΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: taurophágos Transliteration B: taurophagos Transliteration C: tavrofagos Beta Code: taurofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A bull-eating, epith. of Dionysus, S.Fr.668; applied to Cratinus by Ar.Ra.357 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1074] Stiere fressend; Dionysos, Soph. fr. 594; bei E. M. ὅτι τοῖς τὸν διθύραμβον νικήσασι βοῦς ἐδίδοτο, ἢ τὸν ὠμηστήν; vgl. Phot. u. Ar. Ran. 357, vom Kratinus.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροφάγος: -ον, ὁ ἐσθίων ταῦρον, ἐπίθετ. τοῦ Βάκχου, Σοφ. Ἀποσπ. 594· ὅθεν ὁ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 357 μεταφέρει αὐτὸ εἰς τὸν Κρατῖνον, Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 1. σ. 52 («ταυροσφάγον: τὸν Διόνυσον Σοφοκλῆς ἐν Τυροῖ· ἀντὶ τοῦ ὅτι τοῖς τὸν διθύραμβον νικήσασι βοῦς ἐδίδοτο· ἢ τὸν ὠμηστήν, ἀφ’ οὗ καὶ ἐπὶ τὸν Κρατῖνον μετήνεγκε τοὔνομα Ἀριστοφάνης» Φώτιος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mangeur de taureau (ép. de Dionysos ; et de Cratinos, à cause du taureau décerné aux poètes dithyrambiques dans certains concours).
Étymologie: ταῦρος, φαγεῖν.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (ως προσωνυμία του Βάκχου) αυτός που τρώει ταύρο
2. μτφ. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός του Κρατίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -φάγος].

Greek Monotonic

ταυροφάγος: [ᾰ], -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει ταύρο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ταυροφάγος: (ᾰγ) поедающий быков
1) эпитет Диониса Soph.;
2) эпитет поэта Кратина Arph.

Middle Liddell

ταυρο-φάγος, ον, [φᾰγεῖν]
bull-eating, Ar.