ὑπόπορτις: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπόπορτις:''' ιος ἡ корова с сосущим теленком, презр. мать с грудным младенцем Hes. | |elrutext='''ὑπόπορτις:''' ιος ἡ корова с сосущим теленком, презр. мать с грудным младенцем Hes. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑπό-πορτις, ιος, ἡ,<br />with a [[calf]] under her, of a cow:— metaph. of a [[woman]], Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 10 January 2019
English (LSJ)
ιος, ἡ,
A with a calf under her, of a cow: metaph. of a mother with a child at the breast, Hes.Op.603; cf. ὕπαρνος.
German (Pape)
[Seite 1229] ιος, ἡ, eine Kuh, die ein Kalb unter sich hat und säugt, übh. eine Mutter, die ein Kind an der Brust hat, Hes. O. 605.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόπορτις: -ιος, ἡ, ἔχουσα μόσχον ὑποκάτω, ἐπὶ ἀγελάδος· - μεταφ. ἐπὶ μητρὸς ἐχούσης τέκνον εἰς τὸν μαστόν, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601· πρβλ. ὕπαρνος, ὑπόπωλος.
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
mère qui allaite.
Étymologie: ὑπό, πόρτις.
Greek Monolingual
-όρτιος, ἡ, Α
(επικ. τ.)
1. (για αγελάδα) αυτή που έχει κάτω από τον μαστό της μοσχάρι
2. μτφ. μητέρα που θηλάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πόρτις «νεαρή αγελάδα»].
Greek Monotonic
ὑπόπορτις: -ιος, ἡ, αυτή που έχει από κάτω της ένα μοσχαράκι, λέγεται για αγελάδα· μεταφ., για γυναίκα, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόπορτις: ιος ἡ корова с сосущим теленком, презр. мать с грудным младенцем Hes.
Middle Liddell
ὑπό-πορτις, ιος, ἡ,
with a calf under her, of a cow:— metaph. of a woman, Hes.