φελλόπους: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φελλόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει πόδια από φελλό, σε Λουκ. | |lsmtext='''φελλόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει πόδια από φελλό, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φελλό-πους,<br />[[cork]]-footed, Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:22, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A cork-footed, Luc.VH2.4.
German (Pape)
[Seite 1260] ουν, gen. ποδος, korkfüßig, Luc. V. H. 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
φελλόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων φελλίνους πόδας, Λουκ. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 4.
Greek Monolingual
-πουν, Α
αυτός που έχει φέλλινα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό-πους].
Greek Monotonic
φελλόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει πόδια από φελλό, σε Λουκ.
Middle Liddell
φελλό-πους,
cork-footed, Luc.