φύξιον: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φύξιον:''' τό [[φεύγω]] убежище Plut. | |elrutext='''φύξιον:''' τό [[φεύγω]] убежище Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φύξιον]], ου, τό,<br />like φύξιμον, a [[place]] of [[refuge]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:37, 10 January 2019
English (LSJ)
τό,
A f.l. for φύξιμον, place of refuge, Plu.Thes.36.
German (Pape)
[Seite 1316] τό, Zufluchtsort, τοῖς οἰκέταις Plut. Thes36. Eigtl. neutr. von
Greek (Liddell-Scott)
φύξιον: τό, ὡς τὸ φύξιμον, τόπος καταφυγῆς, καταφύγιον, ἀρχαία λέξ., εὑρισκομένη πιθανῶς μόνον παρὰ Πλουτ. ἐν Βίῳ Θησ. 36: φύξιον τοῖς οἰκέταις.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
v. φύξιος.
Greek Monotonic
φύξιον: τὸ όπως φύξιμον, μέρος για καταφύγιο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
φύξιον: τό φεύγω убежище Plut.