ψευδόφημος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ψευδόφημος -ον [ψευδής, φήμη] vals verkondigd. | |elnltext=ψευδόφημος -ον [ψευδής, φήμη] vals verkondigd. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ψευδό-φημος, ον, [[φήμη]]<br />of false [[divination]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:43, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A falsely uttered, S.OC1517.
German (Pape)
[Seite 1395] von falscher Weissagung, Vorbedeutung, Soph. O. C. 1517.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδόφημος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ψευδῆ προφητείαν, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1517.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est une fausse prédiction ; mensonger.
Étymologie: ψεῦδος, φημί.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ανήκει σε ψευδή φήμη, σε αναληθή προφητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ-φημος].
Greek Monotonic
ψευδόφημος: -ον (φήμη), αυτός που ανήκει σε ψευδή προφητεία, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ψευδόφημος: ложно пророчащий Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψευδόφημος -ον [ψευδής, φήμη] vals verkondigd.
Middle Liddell
ψευδό-φημος, ον, φήμη
of false divination, Soph.