ὑψίπρυμνος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίπρυμνος:''' -ον ([[πρύμνα]]), αυτός που έχει υψηλή [[πρύμνη]], σε Στράβ.
|lsmtext='''ὑψίπρυμνος:''' -ον ([[πρύμνα]]), αυτός που έχει υψηλή [[πρύμνη]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψί-πρυμνος, ον, [[πρύμνα]]<br />with [[high]] [[stern]], Strab.
}}
}}

Revision as of 02:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπρυμνος Medium diacritics: ὑψίπρυμνος Low diacritics: υψίπρυμνος Capitals: ΥΨΙΠΡΥΜΝΟΣ
Transliteration A: hypsíprymnos Transliteration B: hypsiprymnos Transliteration C: ypsiprymnos Beta Code: u(yi/prumnos

English (LSJ)

ον,

   A with high stern, Str.4.4.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπρυμνος: -ον, ὁ ὑψηλὴν ἔχων πρύμναν, Στράβ. 195.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la poupe élevée.
Étymologie: ὕψι, πρύμνα.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑψίπρυμνος, -ον, ΝΜΑ, και ὑψόπρυμνος Α
αυτός που έχει ψηλή πρύμνη
νεοελλ.
φρ. «υψίπρυμνο πλοίο» ή, απλώς, «το υψίπρυμνο»
ναυτ. πλοίο με υψηλή πρύμνη, χαρακτηριστικό τών πλοίων του μεσαίωνα, στα οποία η πρύμνη έφερε ογκώδες υπερστέγασμα διαμορφωμένο κατάλληλα για τη διαμονή του κυβερνήτη και τών αξιωματικών, πάνω από το οποίο υπήρχε το επίστεγο, κν. κάσαρο, που χρησίμευε ως γέφυρα του σκάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» / ὕψος + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. εὔ-πρυμνος].

Greek Monotonic

ὑψίπρυμνος: -ον (πρύμνα), αυτός που έχει υψηλή πρύμνη, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὑψί-πρυμνος, ον, πρύμνα
with high stern, Strab.