χρυσοπλόκαμος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχονἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''χρῡσοπλόκᾰμος:''' златокудрый ([[Λητώ]] HH).
|elrutext='''χρῡσοπλόκᾰμος:''' златокудрый ([[Λητώ]] HH).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χρῡσο-πλόκᾰμος, ον,<br />[[golden]]-haired, Hhymn.
}}
}}

Revision as of 02:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοπλόκᾰμος Medium diacritics: χρυσοπλόκαμος Low diacritics: χρυσοπλόκαμος Capitals: ΧΡΥΣΟΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: chrysoplókamos Transliteration B: chrysoplokamos Transliteration C: chrysoplokamos Beta Code: xrusoplo/kamos

English (LSJ)

ον,

   A goldenhaired, h.Ap.205, Tim.Pers.138.

German (Pape)

[Seite 1381] mit goldenen Locken, goldlockig, H. h. Ap. 205.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦς πλοκάμους, Ὕμν. Ὀμ. εἰς Ἀπόλλ. 205.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux boucles ou aux tresses d’or.
Étymologie: χρυσός, πλόκαμος.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσοπλόκαμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει χρυσούς πλοκάμους, χρυσομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + πλόκαμος «πλεξούδα» (πρβλ. ὀφιο-πλόκαμος)].

Greek Monotonic

χρῡσοπλόκᾰμος: -ον, χρυσόμαλλος, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοπλόκᾰμος: златокудрый (Λητώ HH).

Middle Liddell

χρῡσο-πλόκᾰμος, ον,
golden-haired, Hhymn.