ὠρυθμός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(4b)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὠρυθμός:''' ὁ Theocr. = [[ὠρυγή]].
|elrutext='''ὠρυθμός:''' ὁ Theocr. = [[ὠρυγή]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὠρυθμός]], οῦ, ὁ,<br />a howling, [[roaring]], Theocr., Anth.
}}
}}

Revision as of 02:46, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠρυθμός Medium diacritics: ὠρυθμός Low diacritics: ωρυθμός Capitals: ΩΡΥΘΜΟΣ
Transliteration A: ōrythmós Transliteration B: ōrythmos Transliteration C: orythmos Beta Code: w)ruqmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A a howling, of dogs, ὠρυθμοῖς ὑλάει Opp.C.4.219 (but distd. fr. ὑλακή 'barking' by Q.S.14.287); of a lion, roaring, Theoc. 25.217 (v.l. ὠρυγμοῖ)

Greek (Liddell-Scott)

ὠρυθμός: ὁ, ὠρυγμός, ὠρυγή, «οὔρλιασμα», ὠρυθμοῖς ὑλάει Ὀππ. Κυνηγ. 4. 219· ἐπὶ λέοντος, βρυχηθμός, Θεόκρ. 25. 217.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 hurlement (de chien);
2 rugissement (de lion).
Étymologie: ὠρύω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ὠρυγμός, ωρυγή
2. (για λιοντάρι) βρυχηθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι + επίθημα -θμός (πρβλ. βρυχη-θμός)].

Greek Monotonic

ὠρυθμός: ὁ, ουρλιαχτό, μουγκρητό, βρυχηθμός (λέγεται για λιοντάρι), σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὠρυθμός: ὁ Theocr. = ὠρυγή.

Middle Liddell

ὠρυθμός, οῦ, ὁ,
a howling, roaring, Theocr., Anth.